- αποκωκύω
- ἀποκωκύω (Α)μοιρολογώ κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < απο-* + κωκύω «κραυγάζω, θρηνώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποκωκῦσαι — ἀποκωκύω mourn loudly over aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπεκώκυεν — ἀπεκώκῡεν , ἀποκωκύω mourn loudly over imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)